- γαυσάπης
- γαυσάπης και γαύσαπος, ο (Α)χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu].
Dictionary of Greek. 2013.